- Λαιστρυγονίη
- Λαιστρυγονίηfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λαιστρυγονίην — Λαιστρυγονίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛЕСТРИГОНЫ — • Laestrygǒnes, Λαιστρυγόνες, дикое племя великанов людоедов, жившее, по Гомеру, на далеком неизвестном западе, где ночи были так коротки, что «пастух, пригонявший стадо, приветствовал пастуха выгонявшего» (Ноm. Od. 10, 81 cл.). Из… … Реальный словарь классических древностей
Λαιστρυγονία — Λαιστρυγονίᾱ , Λαιστρυγονίη fem nom/voc/acc dual Λαιστρυγονίᾱ , Λαιστρυγονίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγονίαν — Λαιστρυγονίᾱν , Λαιστρυγονίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαιστρυγονίᾳ — Λαιστρυγονίᾱͅ , Λαιστρυγονίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)